Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Η οικολογία στις αρχές του 21ου αιώνα - 6

 
(Συνέντευξη με τον Εδουάρδο Τζαρέλλι, καθηγητή Ιστορίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνιας, επιστημονικό σύμβουλο σύνταξης του εκδοτικού οίκου «Αριάννα»)

6. Η οικολογία του βάθους και ο επιστημονικός περιβαλλοντισμός;

Θα συμφωνήσετε ότι, τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι αρχές της οικολογίας του βάθους είχαν πολύ πιο περιορισμένη απήχηση από εκείνες που ανέδειξε η έκθεση «Μπρούρτλαντ» κατά την δεκαετία του ’80 σχετικά με την «διαρκή ανάπτυξη». Γιατί δεν γίνεται ακόμη κατανοητό το «βεληνεκές» μιας οικολογικής προσέγγισης που θεμελιώνεται στην βαθιά ανάλυση των αιτίων της περιβαλλοντικής κρίσης;

Η έκθεση «Μπρούρτλαντ» του 1987 αποτέλεσε έκφραση μιας στοχευμένα αποδεκτής εκλαίκευσης της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης, σε θέση «(να) ικανοποιεί τις ανάγκες των σύγχρονων γενεών χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα των επόμενων γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Πρόκειται για μία προσέγγιση ανθρωποκεντρικής και ωφελιμιστικής μήτρας η οποία διαπερνά την δυτική πολιτική κουλτούρα του περιβαλλοντισμού και βασίζεται στην οικονομική ιδεολογία της νεωτερικότητας. Όλα τα οικονομικά μοντέλα της νεωτερικότητας προβάλλονται στο εύρος ενός μηχανικού χρόνου αρνούμενα ουσιαστικά την ισχύ της εντροπικής μη ανατρεψιμότητας της μετατροπής της ύλης και της ενέργειας. Ο περιβαλλοντικός ρεφορμισμός είχε ευρεία απήχηση καθ’όσον απόλυτα λειτουργικός στο φιλελεύθερο καπιταλιστικό αναπτυξιακό μοντέλο, διασφαλίζοντας έτσι προσβασιμότητα στο μιντιακό στερέωμα και ένα τύπο πολιτικής παρουσίας διαγώνια «φιλικής» προς όλα τα πολιτικά κόμματα και όλες τις ομάδες της οικονομικής εξουσίας.

Η «φιλανθρωπική» επιβεβαίωση της διαγενεακής αλληλεγγύης της έκθεσης «Μπρούρτλαντ» δεν διάβρωσε ποτέ τα κάστρα του οικονομισμού για να μεταλλαχθεί, με την πάροδο του χρόνου, σε ένα καθησυχαστικό κοινό τόπο καλών προθέσεων και το παράλληλο σοβαρό πρόβλημα ταυτότητας, ρόλου και εκλογικής αποδοχής για όλα τα κόμματα με έντονο οικολογικό χαρακτήρα. Κόμματα μελών διαφορετικών ιδεολογικών εμπειριών, συνενωμένων από ένα απροσδιόριστο αστικό και ατομιστικό προοδευτισμό ο οποίος δρα μέσω του αφιλοκερδούς αυθορμητισμού του ποικιλόμορφου κόσμου του εθελοντισμού, του περιβαλλοντισμού και του προστατευτισμού.

Από αυτή την άποψη, οι οικολογισμός έχει χάσει προ πολλού την ιδεολογική του ταυτότητα η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πραγματικό νεωτερισμό στο πεδίο των «πεπερασμένων» ιδεών του απώτερης νεωτερικότητας. Συνάμα, έχασε και την μεγάλη ευκαιρία να τεθεί πέραν της αριστεράς και πέραν της δεξιάς όντας καινοτομικά συντηρητικός και επαναστατικός ταυτόχρονα. Ο ολισμός, στον οποίο θεμελιώνεται τελολογικά, τίθεται ουσιαστικά με όρους ριζικής ανατροπής του παραδείγματος του δυτικού μοντέλου, όχι μέσω της αναφοράς σε προμηθεϊκές ουτοπίες αλλά μέσω της προάσπισης της σταθερότητας των φυσικών συστημάτων, του αξιακού συστήματος της Γης και της ανεπιφύλακτης υιοθέτησης της έννοιας και της αξίας του «ορίου». Τα αποτελέσματα του θεωρητικού του «μηδισμού» αντανακλώνται στην εμφανή του ανικανότητα να προβάλλει μία ριζοσπαστικά εναλλακτική εικόνα του κόσμου ως προς το ισχύον μοντέλο, να καταστεί πολιτικά το κατεξοχήν όχημα σύγκρουσης με τις ισορροπίες των εξουσιών, να εντοπίσει τον χώρο ουσιαστικής ρήξης με τον οποίο να ταυτιστεί και, εν τέλει, να ριζώσει βαθιά στην κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι το «πράσινο» πολιτικό δυναμικό χαρακτηρίζεται από μία μεταμορφική φευγαλεότητα και ένα ατομικό οπορτουνισμό, αν όχι μεγαλύτερο, τον ίδιο με τον καριερισμό που χαρακτηρίζει κάθε συστημικό κόμμα εξουσίας. Φαίνεται σχεδόν απίθανη, κατά συνέπεια, κάθε υπόθεση εκχώρησης πεδίου έκφρασης προσεγγίσεων ιδεαλιστικού βάρους και υπαρξιακής ανάτασης από μέρους του σύγχρονου πολιτικού και πολιτισμικού σκηνικού.

Η άνευ όρων συναίνεση με τις σχέσεις δύναμης και εξουσίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν επιτρέπει την προβολή ακόμη και μορφών «λαικιστικής» ανυπακοής όπως εκείνη του Ραλφ Νάντερ ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, εκφράζει ένα χώρο ουσιαστικής ανεξαρτησίας από τους κατασταλτικούς σχηματισμούς της δεξιάς και της αριστεράς δίνοντας φωνή σε μια εν δυνάμει εναλλακτική πλειοψηφία. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να συνοψίσουμε ότι το πολιτικό πρόβλημα του οικολογισμού είναι πρόβλημα γενικής φύσης και αφορά την αποπολιτικοποίηση της φιλελεύθερης «ανοικτής κοινωνίας». Με λίγα λόγια φωλιάζει στην διάσταση της «αρνητικής ελευθερίας» που αφαιρεί το άτομο από τα κοινά και, μέσω της σύγχυσης με την χειραφέτηση των οικονομικών συναλλαγών από κάθε περιορισμό, έχει σαν στόχο την εμπορευματοποίηση ανθρώπων, πραγμάτων και ιδεών. 

Μόνο όταν κατορθώσει η πολιτική να ερμηνεύσει αυθεντικές μορφές συμμετοχικότητας θα μπορούμε να ελπίζουμε στην συναίνεση μεταξύ ιδεών και κοινωνικών πρακτικών και στην γένεση ενός «επαναστατικού κράτους» σε θέση να ενσωματώσει τις οικολογικές αρχές και αξίες. Μόνο τότε θα είναι δυνατή η γενικευμένη παρουσία στα κοινά κάθε μειοψηφικής σκέψης και άποψης η οποία σήμερα δεν μπορεί να εκφραστεί παρά με όρους καθαρά μεταπολιτικούς, επηρεάζοντας το συλλογικό φαντασιακό «εκ των έξωθεν» χάριν της διανοητικής της καθαρότητας και της ηθικής της συνέπειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.